συριγγιακός

συριγγιακός
-ή, -ό / συριγγιακός, -ή, -όν ΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο συρίγγιο («συριγγιακὸν κολλύριον», Ορειβ.)
μσν.
όμοιος με σύριγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦριγξ, σύριγγος αναλογικά προς τους επίσης ιατρικούς όρους ἰσχιακός, καρδιακός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συριγγιακά — συριγγιακός for fistulae neut nom/voc/acc pl συριγγιακά̱ , συριγγιακός for fistulae fem nom/voc/acc dual συριγγιακά̱ , συριγγιακός for fistulae fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συριγγιακῶν — συριγγιακός for fistulae fem gen pl συριγγιακός for fistulae masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συριγγιακόν — συριγγιακός for fistulae masc acc sg συριγγιακός for fistulae neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συριγγιακοῦ — συριγγιακός for fistulae masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συριγγιακῷ — συριγγιακός for fistulae masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”